- σκιερούς
- σκιερόςshadymasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιγοπόδιο — Μοναδικό φυτό του γένους αιγοπόδιο της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Φυτρώνει σε σκιερούς τόπους της Βόρειας Ελλάδας, του Πόντου, της Σιβηρίας και του Καύκασου. Το α., που επιστημονικά λέγεται α. το ποδάγριο (aegopodium podagravia), είναι πολυετής … Dictionary of Greek
βίγκα — (vinga). Φυτό γνωστό επιστημονικά ως β. η ελάχιστη και σε πολλά μέρη της Ελλάδας ως αγριολίδα. Ανήκει στην οικογένεια των αποκυνιδών. Η β. είναι πολυετής, αειθαλής πόα που έρπει με ανθοφόρους βλαστούς όρθιους, φύλλα ωοειδή, γυαλιστερά, ακέραια,… … Dictionary of Greek
άτριχον — το βοτ. βρύο που ζει σε τόπους υγρούς και σκιερούς … Dictionary of Greek
ορχεοειδή — (Orchidaceae). Οικογένεια φυτών που αριθμεί 334 γένη και 5.000 είδη. Τα φυτά αυτά φυτρώνουν κυρίως στις θερμές χώρες. Έχουν άνθη αξιοπρόσεκτα για τα λαμπρά τους χρώματα και τα πολλά σχήματα. Ευδοκιμούν σε σκιερούς χώρους όπου πάντα υπάρχει… … Dictionary of Greek
σκιόφυτο — το, Ν βοτ. φυτό το οποίο αναπτύσσεται σε σκιερούς τόπους ή σε βιοτόπους με χαμηλή ένταση φωτός, αλλ. σκιόφιλο φυτό … Dictionary of Greek
αγριοκρανιά — Δενδρύλλιο της οικογένειας των κορνιδών (δικοτυλήδονα), με κλαδιά κοκκινωπά (από αυτά προέρχεται η επιστημονική ονομασία του, κόρνους ο αιματόχρους) και αρκετά εύκαμπτα, τα οποία χρησιμοποιούνται για καλάθια και φράχτες. Είναι φυτό πολύ κοινό σε… … Dictionary of Greek
άλλιο — (allium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών. Αριθμεί 270 είδη, ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Από αυτά 40 απαντώνται στην ελληνική χλωρίδα. Πολλά από τα είδη του α. καλλιεργούνται ως αρτυματικά ή λαχανικά (π.χ. σκόρδο, κρεμμύδι,… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… … Dictionary of Greek